Μια συμβολή στη συζήτηση για την
αντικαπιταλιστική αριστερά στην ελλάδα
Το κείμενο αυτό αποτελεί μια μικρή προσπάθεια περιγραφής κάποιων εμπειριών που –λόγω αντικειμενικών συνθηκών- βιώσαμε από λίγο πιο κοντά σε σχέση με τη δημιουργία του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος στη Γαλλία. Δεν αποτελεί καμία προσπάθεια παρουσίασης «έτοιμων συνταγών» για την αντικαπιταλιστική ανασύνθεση, παρά μόνο μια κατάθεση κάποιων στοιχείων που μας έκαναν εντύπωση σε όλη αυτή τη διαδικασία οικοδόμησης του NPA, που συνεχίζεται και σήμερα, και που θα μπορούσαν να δώσουν ιδέες στους/στις σ/σ μας στην ελλάδα στην προσπάθεια να χαράξουν ένα δρόμο για τη σύγκλιση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων και την οικοδόμηση μιας εναλλακτικής στον καπιταλισμό...
Η οικοδόμηση του NPA στη Γαλλία εκκινά, μεταξύ άλλων, από μια βασική διαπίστωση: Eδώ και αρκετά χρόνια η αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια οδήγησε στην ανάπτυξη ζωντανών κινημάτων, μέσα στα οποία ένα σημαντικό κομμάτι κόσμου εμπλέκεται, πολιτικοποιείται, συχνά στηρίζει εκλογικά ένα σχήμα που κινείται σε σαφώς αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, αλλά αρνείται να στρατευτεί σε κάποιον από τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς.
Το ζήτημα που άρχισε να τίθεται λοιπόν είναι με ποιον τρόπο μπορεί να οικοδομηθεί μια πραγματική πολιτική έκφραση της αυξανόμενης ριζοσπαστικοποίησης που αναπτύσσεται στο φόντο της καπιταλιστικής κρίσης, μια έκφραση που να μην περιορίζεται στην πολιτική εκπροσώπηση αλλά να προσφέρει στα πιο πρωτοπόρα τμήματα του εργατικού και κοινωνικού κινήματος τη δυνατότητα της ενεργούς συμμετοχής στον πολιτικό αγώνα. Πώς μπορεί να διαμορφωθεί ένα πολιτικό πρόγραμμα πάλης το οποίο να “πατάει” πάνω στις υπάρχουσες συνθήκες, προβάλλοντας διεκδικήσεις που απαντούν άμεσα στα προβλήματα της μισθωτής πλειοψηφίας, τον πόλεμο, την οικολογία, το γυναικείο ζήτημα κλπ, διεκδικήσεις που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από τον καπιταλισμό και προωθούν τη συνειδητοποίηση της ανάγκης μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης.
Η συζήτηση που διεξάγεται στην Ελλάδα για το θέμα της ανασύνθεσης, παρά τις διαφορές, έχει κατά τη γνώμη μας μια συνάφεια που θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί σε μια αναντιστοιχία μεταξύ κοινωνικής και πολιτικής απήχησης της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Τα κοινό στοιχείο είναι η ύπαρξη αφενός μαζικών κινηματικών διαδικασιών μέσα από τις οποίες ριζοσπαστικοποιούνται πλατιά κομμάτια των εργαζόμενων και της νεολαίας, και η ύπαρξη ενός οργανωμένου πολιτικού δυναμικού που παρεμβαίνει σ'αυτά τα κινήματα, αναλαμβάνοντας συχνά πρωτοπόρο ρόλο. Αν στη μεν γαλλική περίπτωση το πολιτικό έλλειμα εκφράζεται στη διστακτικότητα αγωνιστών/τριών που στηρίζουν εκλογικά την αντικαπιταλιστική αριστερά να στρατευθούν ενεργά σε έναν πολιτικό σχηματισμό, στην Ελλάδα η ίδια η εκλογική επιρροή είναι αναντίστοιχη του δυναμικού των οργανωμένων δυνάμεων.
Μια σημαντική διαφορά είναι σίγουρα ο αριθμός των πολιτικών οργανώσεων που εν δυνάμει εμπλέκονται στη διαδικασία. Η έταιρη σημαντική οργάνωση της γαλλικής Άκρας Αριστεράς, η Lutte Ouvrière, έκανε πρακτικά σαφές από την πρώτη στιγμή ότι δε θα συμμετάσχει στο NPA. Άρα η LCR είχε δύο επιλογές: ή να εγκαταλείψει την προσπάθεια, μπαίνοντας για παράδειγμα σε μια πιο εσωστρεφή διαδικασία “διαπραγμάτευσης” με την LO, μια διαδικασία που πρακτικά θα έθετε εκτός συζήτησης όσους και όσες βασικά στόχευε να προσελκύσει το Κόμμα, είτε να προχωρήσει, διαλύοντας την οργάνωσή της, αφενός σα δείγμα “καλής θέλησης” για το ότι δε θα καπελώσει, αφετέρου για λόγους σεβασμού της δημοκρατίας στο νέο κόμμα: είναι πρακτικά αδύνατο για έναν/μια αγωνιστή/τρια να αντιπαρατεθεί ατομικά με μια μεγάλη οργάνωση που παρεμβαίνει σαν “οργανωμένη φάλαγγα”.
Παρά τις διαφορές, πιστεύουμε ότι κάποια από τα στοιχεία που διέπουν τη διαδικασία οικοδόμησης του NPA μπορούν να είναι χρήσιμα για τη συζήτηση που διεξάγεται στην Ελλάδα, στοιχεία που σχετίζονται όχι μόνο (και όχι τόσο) με το πολιτικό πρόγραμμα με τη στενή του έννοια, αλλά με τη μεθοδολογία και της διαδικασία που ακολουθήθηκε.
Ένα πρώτο στοιχείο είναι πως το κάλεσμα για την οικοδόμηση του NPA δεν έβαλε a priori αποκλεισμούς. Οι πολιτικές προϋποθέσεις που τέθηκαν (τουλάχιστον από την πλευρά της LCR που αρχικά απηύθυνε το κάλεσμα) αποσκοπούσαν στο να διασφαλίσουν ορισμένα θεμελιώδη χαρακτηριστικά για το νέο κόμμα:
1) ότι θα αντιπαλεύει κάθε μορφή καταπίεσης και εκμετάλλευσης από όπου και αν προέρχεται.
2) ότι θα είναι ένα κόμμα που έρχεται σε ρήξη με λογικές συνδιαχείρησης του καπιταλιστικού συστήματος, σε ρήξη με τους θεσμούς του αστικού κράτους. Άμεσα, αυτό σήμαινε την άρνηση οποιασδήποτε συνεργασίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα σε πολιτικό επίπεδο (κι όχι άρνηση συμπόρευσης με τις δυνάμεις του στους αγώνες γύρω από συγκεκριμένες διεκδικήσεις).
Έτσι, η συμμετοχή κάποιου/ας στο εγχείρημα κρίνεται απλούστατα με βάση τη δέσμευσή του σ’αυτές τις προϋποθέσεις.
Τηρουμένων των αναλογιών, αποτολμώντας μιαν αντιστοίχιση με την ελληνική κατάσταση, αυτό το κάλεσμα για την οικοδόμηση ενός αντικαπιταλιστικού πόλου θα μπορούσε να απευθύνεται σε δυνάμεις οι οποίες, πέρα από το ευρύ ανένταχτο δυναμικό, συμπεριλαμβάνουν το σύνολο των οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, εως και κάποιες από τις συνιστώσες που συμμετέχουν στο ΣΥΡΙΖΑ.
Η διαδικασία ίδρυσης του κόμματος ήταν ανοικτή και δημοκρατική. Στο ιδρυτικό συνέδριο έγινε πράγματι μια τεράστια (και δύσκολη) προσπάθεια συνδιαμόρφωσης των κειμένων από το σύνολο των επιτροπών βάσης, με χιλιάδες τροποποιήσεις που προτάθηκαν και υπερψηφίστηκαν ή απορρίφθηκαν. Καμία διαδικασία “κοπτοραπτικής”: οι διαφωνίες συζητήθηκαν ανοιχτά κι όταν οι σύνεδροι έκριναν πως αποτελούν κρίσιμο στοιχείο της πολιτικής φυσιογνωμίας, αποφάσισαν με ψηφοφορία. Ένα σημαντικό σημείο εδώ ήταν το ότι ως η μόνη μεγάλη οργανωμένη συνιστώσα, η LCR αντιλήφθηκε γρήγορα ότι αν θέλουμε έναν ουσιαστικό διάλογο, δεν είναι δυνατό να έχουμε “μπετόν αρμέ” απόψεις που να συγκρούονται μεταξύ τους και να επικρατεί όποια έχει τα πιο γερά νεύρα: προχώρησε έτσι σε μια σταδιακή μεταφορά των συζητήσεων από το εσωτερικό της προς το Νέο Κόμμα αρκετό καιρό πριν την οριστική διάλυσή της και την επίσημη ίδρυση του Κόμματος.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε τη σημασία των επιτροπών βάσης για την επιτυχία του εγχειρήματος. Οι επιτροπές αποτέλεσαν και αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του NPA, το χώρο στον οποίο πραγματοποιείται η βασική πολιτική συζήτηση που καλείται να τροφοδοτήσει και να κρίνει τις αποφάσεις της ηγεσίας. Ήταν ο χώρος στον οποίο συντελέστηκε η βασική διαδικασία (συν)διαμόρφωσης της πολιτικής ταυτότητας του NPA, και συνεπώς ομογενοποίησης του. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία πραγματοποιήθηκε μια «από τα κάτω» οικοδόμηση του πολιτικού φορέα, κάτι που αποτελεί μια ειδοποιό διαφορά από την Ελλάδα, όπου τόσο τα μετωπικά σχήματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, προέκυψαν ως «από τα πάνω» συμφωνίες μεταξύ οργανώσεων.
Φυσικά η εμπλοκή των αγωνιστών στις πραγματικές πολιτικές διαδικασίες απόφασης και δράσης δε βρίσκεται ούτως ή άλλως στις προθέσεις του Συνασπισμού, που επιδιώκει απλά να εκπροσωπήσει κοινοβουλευτικά όσο το δυνατό πλατύτερα κοινωνικά στρώματα μ’ένα θολό πλαίσιο ρεφορμιστικών διεκδικήσεων.
Όμως ο χώρος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει μια απροσδόκητη « περιπλοκή » για το πολιτικό σύστημα. Η συμμετοχή μιας πληθώρας οργανώσεων με πολύ διαφορετικές παραδόσεις σίγουρα δυσκολεύει, αλλά και εμπλουτίζει μια διαδικασία σταδιακής μεταφοράς της συζήτησης στο νέο πολιτικό σχηματισμό. Η εμπειρία της συνύπαρξης οργανωμένων και ανένταχτων συντρόφων σε επιμέρους χώρους και μέτωπα έχει δείξει πως οι πιο εποικοδομητικές συζητήσεις κι αντιπαραθέσεις είναι αυτές που ξεκινάνε χωρίς οι συμμετέχοντες να είναι δεσμευμένοι στο να υπερασπιστούν μια γραμμή. Κι είναι σαφές πως η ίδια αυτή η συνεύρεση στους επιμέρους χώρους πάλης έχει καταστήσει στην πράξη πολλές φορές περιττό το κέλυφος των υπαρκτών οργανωσεων κι έχει αναδείξει μορφές της αντικαπιταλιστικής πάλης και συνείδησης που αναπτύσσεται. Αν η προοπτική ενός ενιαίου πολιτικού φορέα στην Ελλάδα δεν ευνοείται από το βάρος των ιδεολογικών παραδόσεων που βαραίνουν καθεμιά από τις οργανωμένες συνιστώσες, οι συνθήκες έχουν ωριμάσει για μια πιο «χαλαρή» ομοσπονδιακή δομή που θα επιτρέπει σταδιακά στο σύνολο του ανένταχτου κι οργανωμένου δυναμικού να αναλαμβάνει αμιγώς πολιτικές αρμοδιότητες.
Αυτή η διαδικασία, αποφασιστική για τη μαζικοποίηση του ΝΡΑ, συνοδεύτηκε από μια σαφή δέσμευση για διάρκεια. Αντίθετα από τις δικές μας εμπειρίες, το κάλεσμα για την οικοδόμηση του NPA δημοσιεύθηκε αμέσως ΜΕΤΑ τις εκλογές. Πιστεύουμε ότι μια τέτοια λογική δε μπορεί παρά να αποτελεί βασικό πολιτικό συστατικό (και κρίσιμο στοιχείο για τη μαζικοποίηση) της όποιας ανασυνθετικής διαδικασίας, όταν μάλιστα όλοι και όλες συμφωνούν πλέον στο ότι πρέπει να έρθουμε σε μια ρήξη με τις πικρές εμπειρίες του παρελθόντος. Η συγκρότηση ενός αντικαπιταλιστικού πολιτικού πόλου οφείλει να αντιμετωπιστεί με υπευθυνότητα και μ’ένα σχέδιο «μακράς πνοής». Ένα τέτοιο σχέδιο προϋποθέτει συνάμα και ένα μεσοπρόθεσμο στόχο που θα περνάει από το σταδιακό ξεπέρασμα των παλιών οργανωτικών δομών που αντιστοιχούν σε άλλες περιόδους και αντιθέσεις.
Η συγκρότηση ενός μεταβατικού μορφώματος πολιτικά ανεξάρτητου από την αστική πολιτική που θα συσπειρώνει πλατιά κομμάτια εργαζομένων και νεολαίας σε μια γραμμή η οποία θα τείνει να εκφράζει το σύνολο των συμφερόντων της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας ειναι μια εξ’ορισμού δυναμική διαδικασία. Στη γαλλική εμπειρία, η αποδοχή μιας κατ’αρχήν ελλιπούς προγραμματικής φυσιογνωμίας του ΝΡΑ, που μπορεί να φαντάζει ανορθόδοξη επιλογή, αποτέλεσε το μόνο δρόμο για να δοθεί απευθείας η μάχη της ηγεμονίας απέναντι στην αστική πολιτική αντί για εκείνη των μικροηγεμονισμών στο εσωτερικό του νέου μορφώματος, και για να μην τιχαχτεί εξαρχής το εγχείρημα στον αέρα και τα όποια προγραμματικά αποκρυσταλλώματα να καθίστανται κάθε φορά κτήμα της πλειοψηφίας των μελών.
Ανακεφαλαιώνοντας, η συγκρότηση και οικοδόμηση του NPA αποτέλεσε προϊόν δυο βασικών προϋποθέσεων: των προϋπάρχουσων εμπειριών κοινής δράσης των αγωνιστών-στριών και της ριζοσπαστικοποίησης των εργαζομένων από την ένταση της αντιλαϊκής επίθεσης σε συνθήκες διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης. Αυτές οι προϋποθέσεις υπάρχουν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση στην Ελλάδα που είναι η χώρα με τον υψηλότερο δείκτη φτώχειας ανάμεσα στις 27 της ΕΕ (βλ.και έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ για το 2008, σσ. 115-116), παράγοντας εκρηκτικές αντιθέσεις των οποίων ο περασμένος Δεκέμβρης ήταν μονάχα ο πρόλογος. Οι κοινές εμπειρίες του δυναμικού της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στους δρόμους της εξέγερσης αλλά και σε μια σειρά χώρους (ΕΑΑΚ, πολυάριθμα πρωτοβάθμια σωματεία και τοπικές κινήσεις) αλλά και όσες θα προκύψουν στη συνέχεια, αποτελούν την πιο πολύτιμη παρακαταθήκη και την πιο στέρεα βάση πάνω στις οποίες μπορεί και πρέπει να στηριχτεί η οικοδόμηση ενός αντικαπιταλιστικού πολιτικού μορφώματος στην Ελλάδα, από την επαύριο κιόλας των εκλογών.
Συντροφικά,
Πάνος Αγγελόπουλος
Χρήστος Ανδριανόπουλος
Γρηγόρης Γεροτζιάφας
Ανδρέας Γουδέλης
Ιωάννα Κουράντη
Δημήτρης Κουσουρής
Φοίβος Μαριάς
Δήμητρα Μηλιώνη
Έλσα Παπαγεωργίου
Μιχάλης Τσαραπατσάνης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου